- τσαντίρι
- το, Νσκηνή, τέντα («γύφτικο τσαντίρι»).[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cadir].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσαντίρι — το (λ. τουρκ.), σκηνή, τέντα: Τσαντίρι των Γύφτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Al Tsantiri News — (греч. Αλ τσαντίρι νιουζ) сатирическое еженедельные телешоу Лакиса Лазопулоса, выходящее с 2004 года на телеканале Alpha TV. Обзор программы «Al Tsantiri News» программа сатирического и политического содержания, созданная… … Википедия
σκηνή — I Φορητή μορφή κατοικίας από ύφασμα, η οποία στήνεται στο έδαφος με τη βοήθεια σχοινιών και πασσάλων. Χρησιμοποιείται κυρίως για πρόχειρη στέγαση στρατιωτών, σεισμοπαθών, εκδρομέων κλπ. Το ύφασμα της σ. συγκρατείται από ειδικούς οριζόντιους και… … Dictionary of Greek
ceadîr — ceadấr ( ruri), s.n. – Cort. – var. geandîr. – Mr. ciadăre, megl. ciador. tc. çadιr (Şeineanu, II, 120; Lokotsch 380); cf. ngr. τσαντίρι, alb. čadrë, bg. čadăr. – Der. ceadiriu, adj. (verde pal), din tc. çadιri de culoarei coviltirului … Dicționar Român
σκηνή — η 1. πρόχειρο στέγασμα από πανί, τσαντίρι: Οι στρατιώτες έστησαν τις σκηνές τους κάτω από δέντρα. 2. μέρος του θεάτρου πιο ψηλά από την πλατεία όπου παίζουν οι ηθοποιοί. 3. τμήμα ενός θεατρικού έργου: Η πρώτη πράξη αυτού του έργου περιλαμβάνει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τέντα — η (λ. λατ.) 1. σκηνή, τσαντίρι. 2. προπέτασμα από τεντωμένο ύφασμα που προφυλάγει από ήλιο, βροχή, αέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)